- ἄνιππος
- ᾰνιππος1 without horses cf. Bacch. 8. 15. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (a chorus of Keans speaks on behalf of their island) Pae. 4.27
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἄνιππος — without horse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνιππος — η, ο (Α ἄνιππος, ον) αυτός που δεν έχει άλογο ή άλογα αρχ. 1. αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως ιππέας 2. ανίκανος για ιππασία 3. (για τόπο) ακατάλληλος και απρόσφορος για ιππασία ή για εκτροφή αλόγων … Dictionary of Greek
ἄνιππον — ἄνιππος without horse masc/fem acc sg ἄνιππος without horse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίπποις — ἄνιππος without horse masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίππους — ἄνιππος without horse masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίππων — ἄνιππος without horse masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνιππα — ἄνιππος without horse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνιπποι — ἄνιππος without horse masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
χερσάνιππος — ὁ, Α πεζός φρουρός περιοχής τής ερήμου, σε αντιδιαστολή προς τον έφιππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄνιππος «αυτός που δεν έχει άλογο»] … Dictionary of Greek